Ολοι είμαστε πρόσφυγες, Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΒΑΛΑΣΟΠΟΥΛΟΥ

Ελευθεροτυπία, Πέμπτη 18 Μαρτίου 2010
Γεννήθηκα τη δεκαετία του '60 σε μια παράξενη γειτονιά.

Την Ελευθερούπολη στη Νέα Ιωνία, από οικογένεια προσφύγων του Γκιουλμπαξέ της Ερυθραίας και την Πόλη, όπως και οι περισσότεροι γείτονές μας. Η φτωχική πλευρά της Νέας Ιωνίας (εάν υπήρχε τότε εύπορη), με σπίτια χαμηλά, που τα περισσότερα είχαν χτίσει με τα χέρια τους οι Μικρασιάτες. Ενα δωμάτιο, μια κουζίνα στο πλάι, η τουαλέτα έξω, μια αυλίτσα, πάντα καθαρή με λουλούδια στη γλάστρα από τενεκέ. Οι παλιοί συχνά μιλούσαν τούρκικα μεταξύ τους, δεν δίναμε σημασία σε τέτοια πράγματα τότε, έτσι μάθαμε. Ακούγαμε και τις ιστορίες για την πλούσια και όμορφη πατρίδα που χάσαμε, όχι πάντα θετικές για την ευθύνη της μητέρας Ελλάδας, για τη φρίκη της καταστροφής, το αίμα, τον θάνατο, αλλά και την άσχημη υποδοχή που μας επιφύλαξαν οι Ελλαδίτες. Οι παλιοί τότε δεν τα ξέχασαν αυτά. Ηταν Μικρασιάτες μέχρι το τέλος. Εκλεισαν τα μάτια τους, πιστεύοντας μέχρι την τελευταία στιγμή ότι αύριο τα μαζεύουν και γυρνούν στην Ιωνία. Την παλιά, εκεί που ήταν άρχοντες, ωραίοι και δολευταράδες, περήφανοι Ρωμιοί, με τις μεγάλες εκκλησίες τους, τα δίπατα τα σπίτια τους, γεμάτα τα κελάρια με κρασί και σταφίδα, τα γλέντια του Αϊ-Γιώργη και την Κυριακή κρύα μπίρα και μεζέδες στα καφενεία της παραλίας στη Σμύρνη. Εκεί που κανείς δεν θα τους έλεγε υποτιμητικά «πρόσφυγες» ή «τουρκόσπορους». Αληθινή ειρήνη με τους Ελλαδίτες λίγοι έκλεισαν.

Τα σκεφτόμουν αυτά πριν από λίγο καιρό, περνώντας μπροστά από τα ίδια σπίτια. Οι απόγονοι των προσφύγων τα έχουν πια εγκαταλείψει. Κάποια γκρεμίστηκαν και σηκώθηκαν ξανά άχαρα. Πολυκατοικίες τούρτες, γκαράζ για την αυτοκινητάρα. Μεγάλα μπαλκόνια χωρίς θέα. Ανάμεσά τους και τα παλιά προσφυγικά. Αυτά που χτίστηκαν με το χέρι. Οι ίδιοι αυτοί τοίχοι, από λάσπη οι περισσότεροι, προστατεύουν σήμερα τα σώματα και τις ψυχές άλλων προσφύγων. Φτηνό νοίκι και καταφύγιο για χιλιάδες Πακιστανούς, Ινδούς και παιδιά από το Μπανγκλαντές. Αλλοι καημοί και άλλες ιστορίες θα ακούγονται τα βράδια στα στενά αυτά δωμάτια. Οχι πια η ιστορία της γιαγιάς, για το πώς πήγε περπατώντας 80 χιλιόμετρα δρόμο πάνω σε βουνά, για να γλιτώσει από τους Τσέτες, με ένα μωρό στην αγκαλιά, και τελικά πώς την έσωσε ο Τούρκος αξιωματικός από τους επίδοξους βιαστές της. Αλλά για τους δρόμους και τα ατέλειωτα μονοπάτια των βουνών του Αφγανιστάν, τα ποτάμια της Τουρκίας και το πέρασμα με βάρκα από το φουρτουνιασμένο Αιγαίο. Ιδιοι οι δρόμοι της προσφυγιάς και απαράλλακτοι. Και ξέρετε κάτι. Οι σχέσεις μεταξύ παλαιών και νέων προσφύγων είναι πολύ καλές στην παλιά μου γειτονιά. Και αυτό είναι προς τιμή όλων των Νεοϊωνιωτών.

Δεν έλειψαν και βέβαια κάποια επεισόδια ρατσιστικής βίας, αλλά οι δράστες λίγο-πολύ γνωστοί και μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών, όπως στην κατοχή οι δυο-τρεις Χίτες. Οι πρόσφυγες ξέρουν από προσφυγιά, έστω και εάν αυτή είναι της πείνας, της ανάγκης και όχι του βίαιου ξεριζωμού. Τα σπίτια αυτά, τα χαμηλά, τα ταπεινά και τα ετοιμόρροπα, ξέρουν να μαλακώνουν τους καημούς όσων κοιμούνται σε ξένη πατρίδα και ονειρεύονται το σπίτι που γεννήθηκαν και τα πρόσωπα που έμειναν πίσω ή έχασαν για πάντα. Είναι τοίχοι ποτισμένοι με νοσταλγία.

Πριν από καιρό επισκεφθήκαμε το Γκουλμπαξέ (Ροδονάς), το χωριό της γιαγιάς κοντά στα Βουρλά, στην επαρχία Σμύρνης. Τα σπίτια, πολλά σε νεοκλασικό στιλ, στέκουν εκεί ακριβώς, όπως ήταν την ώρα που οι δικοί μας έφυγαν βλέποντας από μακριά τα Βουρλά στις φλόγες. Βρήκαμε το σπίτι μας και χτυπήσαμε την πόρτα. Σε λίγη ώρα όλο το χωριό είχε μαζευτεί γύρω μας. Είναι Αρναούτηδες (Τουρκαλβανοί) της Θεσσαλονίκης, πρόσφυγες και αυτοί με την Ανταλλαγή. Απομονωμένοι από την τουρκική κοινωνία, ζουν πρόσφυγες στα σπίτια των προσφύγων της Νέας Ιωνίας. «Σελανίκ, Σελανίκ, Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη» μας έλεγαν, «εκεί ήταν η πατρίδα μας» και δάκρυζαν.

http://www.enet.gr/?i=arthra-sthles.el.home&id=142451

Comments

Popular Posts